-
1 услуга
-и θ.1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση•услуга оказать -у παρέχω (προσφέρω) εξυπηρέτηση, εξυπηρετώ•
дружеская услуга φιλική εξυπηρέτηση•
услуга благодарю вас за вашу -у σας ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση σας.
2. πλθ. услугаи υπηρεσίες, εξυπηρέτησε ις.3. αθρσ. παλ. το υπηρετικό προσωπικό.εκφρ.к вашим -ам – στη διάθεση σας•к его -ам – στη διάθεση,του•бюро добрых -уг – γραφείο εξυπηρέτησης•комната с -ими – δωμάτιο με όλα τα απαραίτητα. -
2 услуга
1. (действие, приносящее помощь, пользу другому) η υπηρεσί/αоказать - у κάνω τη χάρη, εξυπηρετώ2. -й (обслуживание) οι υπηρεσίεςпредлагать - и προτείνω/προσφέρω τις -- связи - επικοινωνίας, τηλεφωνικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > услуга